Γράψαμε ήδη για τη θρασύδειλη επίθεση της αγέλης των νεοφασιστών αλητοτραμπούκων κατά τρανς συνανθρώπων μας στη Θεσσαλονίκη. Πρέπει όμως κάποια στιγμή να αναγνωρίσουμε ότι αυτά τα φαινόμενα, που εδώ και πάνω από δέκα χρόνια πληθαίνουν όλο και περισσότερο, δεν είναι καθόλου «μεμονωμένα περιστατικά» ούτε «ορφανά». Αντίθετα, εντάσσονται στο πλαίσιο της δυσανεξίας ολόκληρης της Δεξιάς (ακόμη και της «μετριοπαθούς» που αρέσκεται να αυτοαποκαλείται «κέντρο») κατά της Δημοκρατίας και κατά των δικαιωμάτων – ανθρώπινων, κοινωνικών, πολιτικών, εργασιακών.

Κάθε φορά που υπάρχει οποιαδήποτε κοινωνική διεκδίκηση, οποιαδήποτε προσπάθεια για την αναγνώριση και την προστασία ευάλωτων ομάδων, αμέσως βγαίνουν οι «μετριοπαθείς» και «συνετοί» πολιτικοί και κοντυλοφόροι να μας «νουθετήσουν», υιοθετώντας όρους και οχλαγωγικά «επιχειρήματα» της Άκρας Δεξιάς: απ’τον κοινωνικό αυτοματισμό και το χυδαίο αντιμεταναστευτικό-αντιπροσφυγικό ρατσισμό της «ελεύθερης» ραδιοτηλεόρασης των ολιγαρχών ως την απαξίωση και κατασυκοφάντηση (λιγότερο ή περισσότερο απροκάλυπτη) κάθε δημοκρατικής και κοινωνικής κατάκτησης, ακόμα και της ίδιας της Μεταπολίτευσης, ακόμα και του ίδιου του νεωτερικού κράτους. Παραδείγματα υπάρχουν αναρίθμητα και μάλιστα σε όλο το φάσμα του Τύπου, από τις καθημερινές πολιτικές εφημερίδες ώς τα περιοδικά… αυτοκινήτου· απ’τα περιοδικά «lifestyle» μέχρι τις πρωινές εκπομπές «λόγου» που ακούει η μισή Ελλάδα στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση· απ’τα πύρινα κηρύγματα των κρατικοδίαιτων παπάδων μέχρι τις «βιωματικές» ψευτιές διαφόρων «influencers» και τις πολυφτιασιδωμένες χυδαιολογίες διαφόρων «στοχαστών».

Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο το πώς είναι αδύνατο να περάσει μια μέρα χωρίς ν’ακούσουμε έναν τουλάχιστον «συμπολίτη» μας να μιλά με νοσταλγία για τη Χούντα, που τάχατες «δεν έκλεψε», «έκανε έργα», «νοικοκύρεψε την Ελλάδα» και – φυσικά – μας επέτρεπε να κοιμόμαστε «με ανοιχτά παράθυρα». Δεν είναι απορίας άξιο που κάτι εκατοντάδες χιλιάδες «συμπολίτες» μας πιστεύουν ότι η Αντίσταση κατά των γερμανοναζιστικών ναζιστικών δυνάμεων ζημίωσε τη χώρα. Δεν είναι απορίας άξιο που η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πιστεύει σε ναζιστικών προδιαγραφών θεωρίες περί «ανωτερότητας» του ελληνικού έθνους. Ούτε είναι απόρίας άξιο που τόσοι πολλοί Έλληνες πιστεύουν ότι το χρώμα, η καταγωγή, η θρησκεία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός κι η έμφυλη ταυτότητα ενός ανθρώπου συνιστούν τεκμήρια εγκληματικής ψυχοσύνθεσης και λόγο για να έχει λιγότερα δικαιώματα από τους «γνήσιους και καθαρόαιμους» ή τους «κανονικούς».

Κανένας άνθρωπος όμως δε γεννιέται ρατσιστής, φασίστας, σεξιστής. Αυτές οι απόψεις δε φύτρωσαν μόνες τους, δεν είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Καλλιεργήθηκαν συστηματικά, κανονικοποιήθηκαν, προβλήθηκαν, διαφημίστηκαν. Τους δόθηκε βήμα και χώρος. Αντιμετωπίστηκαν αρχικά ως ισότιμες με τις προοδευτικές και μετά προωθήθηκαν όχι απλά ως θεμιτές, αλλά ως οι μόνες αποδεκτές. Λίγο με περισπούδαστες «αναλύσεις», λίγο με λοιδορία και χλεύη για την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς», για τον «δικαιωματισμό» και κάθε προστασία των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η δουλειά έγινε. Σιγά-σιγά, μεθοδικά, με σχέδιο. Και τη βρωμοδουλειά αυτή δεν την κάνανε τίποτα περιθωριακοί τύποι. Κάθε άλλο!

Την κάνανε «μετριοπαθείς», «κεντρώοι», «σοβαροί» γραφιάδες και ραδιοτηλεοπτικοί αγορητές. Την κάνανε διαπλεκόμενοι εκδότες και καναλάρχες – για τους δικούς τους σκοπούς. Την κάνανε επιχειρηματίες που χρηματοδοτούν νεοφασιστικές-νεοναζιστικές γκρούπες, οπισθοδρομικά, υπερσυντηρητικά think tanks κι ακροδεξιούς δημαγωγούς. Την κάνανε «ακαδημαϊκοί» που, για να πάρουν αξιώματα και για ν’αυγατίσουν το βιός τους, αγκάλιασαν το φασισμό. Την κάνανε προβεβλημένοι και δημοφιλέστατοι αρθρογράφοι με κομιλφώ ή «ιδιάζον» στυλ γραφής. Την κάνανε κήνσορες και θεράποντες της αποπολιτικοποίησης και της υποβάθμισης του πολιτικού διαλόγου σε ένα ρηχό εστετισμό της κακιάς ώρας για το ποιος πολιτικός ντύνεται καλά ή καπνίζει ή μιλά επιθετικά για τον εκάστοτε επίορκο και, συνεπώς, μας «χαλάει την αισθητική». Την κάνανε πολιτικοί που γεμίσαν τα κόμματά τους και τον κρατικό μηχανισμό με φανατικούς εχθρούς της Δημοκρατίας και του Ανθρώπου, που κάνουν προεκλογικές καμπάνιες υιοθετώντας όλη τη ρητορική της ΕΣΠΟ, της ΕΠΕΝ, της Χρυσής Αυγής, της τραμπικής alt-right, που συκοφαντούν το ίδιο το Σύνταγμα και φροντίζουν τα φασιστοειδή να χαίρουν πλήρους ασυλίας παντού.

Μα, πάνω απ’όλα, συνεργοί όλων αυτών είναι οι υπερατομιστές «πολίτες», που «φοβούνται» όποιον ταλαίπωρο διεκδικεί μια θέση τον ήλιο. Γιατί επιλέγουν συνειδητά να ταυτίζονται μ’αυτόν το συρφετό του σκότους, που συσπειρώνονται γύρω του, τον σιγοντάρουν και τον δυναμώνουν. Γιατί δε σκέφτονται ούτε για μισή στιγμή ότι μας γυρνάνε πίσω σ’εποχές που έπρεπε να είχαμε αφήσει οριστικά στο παρελθόν, ότι συντάσσονται με τα ορφανά του Χίτλερ και των Ορκ του που εξοντώσανε πάνω από εφτακόσιες χιλιάδες συμπατριώτες μας και καταλεηλάτησαν τη χώρα. Γιατί δε σκέφτονται ούτε για μισή στιγμή τις συνέπειες των επιλογών τους – μόνο «φοβούνται» μην τυχόν κι αντιμετωπιστούν σαν άνθρωποι οι φοιτητές, οι εργάτες, οι άνεργοι, οι κακοποιημένες γυναίκες, οι ΛΟΑΤΚΙ, οι ανάπηροι. Γιατί έννοιες όπως αλληλεγγύη, σεβασμός προς το διπλανό και κοινωνική δικαιοσύνη τους είναι παντελώς ξένες. Ας είμαστε ειλικρινείς, αυτό είναι το «κέντρο» κι αυτή είναι η ιδεολογία του: εγωκεντρισμός που θα τον ζήλευε κι η ατάλαντη ψεκασμένη ρατσίστρια Ayn Rand (η πρωθιέρεια των νεοφιλελεύθερων), οπορτουνισμός και βαθύ, αλλά προσεκτικά καμουφλαρισμένο, μίσος για τις «κατώτερες» τάξεις, ομάδες και φυλές.

Είναι λοιπόν τουλάχιστον προσβλητικό όλοι αυτοί να καμώνονται πως πέφτουν απ’τα σύννεφα με τα ναζιστικά πογκρόμ. Είναι όλοι τους συνένοχοι, συναυτουργοί και ηθικοί αυτουργοί. Γι’αυτό, τις – αμήχανες ή καλοπροβαρισμένες – δηλώσεις καταδίκης γι’αυτά που οι ίδιοι κανονικοποίησαν, ενθαρρύνουν κι απεργάζονται για το μέλλον αυτού του τόπου καλά θα κάνουν να τις αφήσουν κατά μέρος. Τον έρωτά τους με το φασισμό τον ξέρουμε πια πολύ καλά: είναι σαν το βήχα, δεν κρύβεται, ό,τι κι αν κάνουν.