Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μεθοδεύει συστηματικά και με κάθε τρόπο τη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών. Μπάζωσε το χώρο του δυστυχήματος για να κρύψει και να καταστρέψει πειστήρια. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, χωρίς καν να έχει ξεκινήσει οποιαδήποτε διερεύνηση, προωθεί το σενάριο του “ανθρώπινου λάθους”. Φέρνει σε άσχετα νομοσχέδια διατάξεις που παρεμποδίζουν την εξέταση των εμπλεκομένων στη δυσώδη. Βάζει το στρατό των τρολ της να βρίζει τους χαροκαμένους συγγενείς και να τους χλευάζει.
Η επιλογή του Κωνσταντίνου Τασούλα για την θέση του προέδρου της Δημοκρατίας ήταν απολύτως αναμενόμενη για το περιβάλλον νεποτισμού, αναξιοκρατίας και ομερτά στο οποίο ζούμε. Ο Τασούλας είναι γνήσιο παιδί της Νέας Δημοκρατίας. Μεγάλωσε μέσα στο κόμμα και πάντα δούλευε για αυτό. Από 20 χρονών παιδάκι, που έλεγε κι ο αείμνηστος Παπαγιαννόπουλος ως Γκρούεζας στην ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο». Στην Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη όμως, δεν φαίνεται να υπάρχει.
Δυο βασικά προσόντα που πρέπει να κατέχει ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ενωτικός χαρακτήρας και η προσήλωση στη σωστή λειτουργία των θεσμών και του πολιτεύματος, που πρέπει να αποτυπώνονται με την ως τώρα πολιτική του δράση. Όμως, ο κ. Τασούλας μόνο ενωτικός δε μπορεί να χαρακτηριστεί. Θυμίζουμε τη σκληρή εμφυλιοπολεμική του στάση, την οποία αποτύπωσε με τις γνωστές απαράδεκτες δηλώσεις του για την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη από το αντιδημοκρατικό μετεμφυλιακό καθεστώς. Οι δηλώσεις του αυτές θα μπορούσαν ίσως να παραβλεφθούν, αν αργότερα είχε δείξει ειλικρινή μεταμέλεια και αν η δράση του έδειχνε σεβασμό στους θεσμούς, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και τους πολίτες της Ελλαδας. Ωστόσο, αφενός δεν υπήρξε ποτέ τέτοια μεταμέλεια, αφετέρου ο κ. Τασούλας αποτυγχάνει και στο σεβασμό προς τους θεσμούς, τους πολίτες και το πολίτευμα.
Θυμίζουμε ότι ο κ. Τασούλας, ως Πρόεδρος της Βουλής, κρατούσε στο γραφείο του τη δικογραφία της Ευρωπαίας Εισαγγελέως για τη Σύμβαση 717 και τη δικογραφία για τα Τέμπη και δεν την έδωσε άμεσα, ως όφειλε, στα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής. Όχι ότι θα άλλαζε κάτι, καθώς η πλειοψηφία της Επιτροπής είχε ήδη πάρει εντολές για το πώς θα αποφασίσει, άσχετα με τα στοιχεία που της δόθηκαν. Ο κ. Τασούλας, ως Πρόεδρος της Βουλής, κρατούσε επίσης στο γραφείο του τις μηνύσεις που αφορούσαν τις ευθύνες του υπουργείου Μεταφορών και δυο δικογραφίες κατά μελών της κυβέρνησης και άλλων πολιτικών προσώπων και δεν τα προώθησε στη Βουλή, κατά παράβαση των επιταγών του Συντάγματος και του θεσμικού του ρόλου.
Ο κ. Τασούλας είναι ο Πρόεδρος της Βουλής που αρνήθηκε να καλέσει τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, κ. Ράμμο, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας για τις υποκλοπές, κάνοντας λόγο για «αυτόκλητο καλεσμένο». Δηλαδή απέκλεισε την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών που ήταν η κατ’ εξοχήν και καθ’ ύλην αρμόδια για να διερευνήσει το σκάνδαλο των υποκλοπών από την άσκηση του νόμιμου καθήκοντός της, που είναι να ενημερώσει τη Βουλή και κατ’επέκταση τους Έλληνες πολίτες, και να προβεί στην προβλεπόμενη εκ του νόμου διερεύνηση.
Ο κ. Τασούλας βαρύνεται επίσης με την καταδίκη της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη: η Βουλή αρνήθηκε την άρση της ασυλίας του για να παραστεί ως κατηγορούμενος σε δίκη για υπόθεση εκβιασμού, που αφορούσε την περίοδο πριν εκλεγεί ως βουλευτής. Μάλιστα, αργότερα ο ίδιος μήνυσε τον αρχικό του μηνυτή και τον πήγε σε δίκη, την οποία και κέρδισε, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι η συνταγματική πρόβλεψη της ισονομίας είναι κενό γράμμα. Επισημαίνουμε πως όλα αυτά είναι ένα μικρό μονάχα δείγμα της αντιθεσμικής του δράσης.
Σε μια κανονική προεδρευομένη δημοκρατία, η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας αποσκοπεί στο να εμπνέει στους πολίτες εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στη δικαιοσύνη. Είναι σαφές ότι σε μια κανονική προεδρευομένη δημοκρατία ο κ Τασούλας δε θα προτεινόταν ποτέ για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα. Ενσαρκώνει όμως με τον καλύτερο τρόπο την πολιτική ταυτότητα της Νέας Δημοκρατίας κι εξυπηρετεί άριστα τις μεθοδεύσεις του κ. Μητσοτάκη.
Με αποτροπιασμό μάθαμε ότι η δικηγόρος κ. Άννυ Παπαρούσου δέχτηκε τα ξημερώματα της Κυριακής 8 Δεκεμβρίου απειλητικό τηλεφώνημα, στο οποίο της διατυπώθηκε η απειλή ότι θα την απαγάγουν και θα την πάνε στο 4ο υπόγειο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών και θα την ξυλοκοπήσουν. Το να είναι αστυνομικός αυτός που την απείλησε δεν αποκλείεται καθόλου. Η Ελληνική Αστυνομία άλλωστε έχει δώσει πολλές αφορμές και οι κ.κ. Μητσοτάκης, Θεοδωρικάκος και Χρυσοχοΐδης την έχουν οδηγήσει σε πλήρη αποθράσυνση.
Καθιστούμε τους κ.κ. Μητσοτάκη και Χρυσοχοΐδη προσωπικά υπεύθυνους και υπόλογους για την ασφάλειά της και την ασφάλεια των οικείων της. Υπενθυμίζουμε, δε, ότι, σε οποιαδήποτε κανονική χώρα του κόσμου, ο μεν υπουργός θα είχε εκδιωχθεί, οι δε υπηρεσιακοί παράγοντες θα είχαν απολυθεί με συνοπτικές διαδικασίες.
Ναι, καλά διαβάσατε. Όχι, δεν είναι επειδή η μαθήτρια διέπραξε κανένα αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα. Απλά, ο κατασταλτικός βραχίονας του ανάλγητου κράτους της Νέας Δημοκρατίας ανέλαβε να υλοποιήσει την απόφαση της οικείας Δ/νσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για απομάκρυνση «υπεράριθμης» μαθήτριας δημοτικού στη Χαλκιδική και μεταφορά της σε σχολείο διπλανού χωριού, 8 χιλιόμετρα παραπέρα. Φυσικά, με την ευθύνη και το κόστος της καθημερινής μετάβασης του κοριτσιού στο σχολείο να βαρύνει τους γονείς.
Αυτός είναι ο «εξορθολογισμός» που φέρνει στην Παιδεία ο «πολύς» κ. Πιερρακάκης. Αντί να διασφαλίσει ότι όλα τα παιδιά θα μπορούν να πάνε στο σχολείο της περιοχής τους και να φοιτήσουν σε ασφαλή, καλοσυντηρημένα κτίρια, με επαρκές διδακτικό προσωπικό και με τις κατάλληλες υλικοτεχνικές υποδομές, αυτός υποβάλλει τα παιδιά και τους γονείς τους σε καψόνια. Αφήνει τα σχολεία να ρημάζουν και να γίνονται επικίνδυνα για δασκάλους και μαθητές. Αφήνει τα παιδιά χωρίς εκπαιδευτικούς για μήνες. Έτσι κάνει «οικονομία» η Νέα Δημοκρατία, τη στιγμή που σπαταλά τα χρήματά μας σε απευθείας αναθέσεις – π.χ. η κα Όλγα Κεφαλογιάννη βρέθηκε να ξοδεύει είκοσι χιλιάρικα από τους φόρους μας για χαλιά και τραπέζια στο γραφείο της.
Το Κόμμα Πειρατών Ελλάδας καλεί το Υπουργείο Παιδείας και τη Δ/νση Πρωτοβάθμιας να αναλάβουν άμεσα τις ευθύνες τους και να ενεργήσουν ώστε κανένα παιδί να μην αναγκάζεται να ξενιτεύεται για να πάει στο σχολείο.