“Τώρα το τι λέτε εσείς, ο κ. Ράμμος και όποιος άλλος μπορεί να έχει τη δική του ατζέντα, αφορά εσάς και τους συνομιλητές σας“, ακούστηκε να λέει ο πρωθυπουργός της χώρας, Κυρ. Μητσοτάκης, στη Βουλή αναφερόμενος στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ και απαντώντας στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ που είχε πέσει θύμα των υποκλοπών από την κυβέρνησή της Ν.Δ.!
Σε ένα Ευρωπαϊκό δημοκρατικό κράτος δικαίου αυτές οι εκφράσεις θα προκαλούσαν δυσφορία και έκπληξη και θα είχαν σοβαρές επιπτώσεις. Στην Ελλάδα ήταν απλά Τετάρτη.
Άραγε, μπορεί ο πρωθυπουργός να εξηγήσει σε τι είδους ατζέντα αναφέρεται και ποιούς εννοεί; Και πως είναι δυνατόν να προσβάλλει βάναυσα έναν Έλληνα δικαστή με θητεία πάνω από 40 χρόνια στο Συμβούλιο της Επικρατείας; Μήπως βλέπει ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών θα τον παρασύρει και δεν αρκούν οι παραιτήσεις μερικών παρατρεχάμενων του για να κουκουλωθεί η υπόθεση; Δεν το νομίζουμε. Άλλωστε, με το παραποιημένο ποσοστό του 41% που καυχιέται ότι απέσπασε στις πρόσφατες εκλογές (αν αναλογιστούμε την τεράστια αποχή), χωρίς να υπολογίσουμε τα ακροδεξιά δεκανίκια του και χωρίς να υπάρχει ουστιαστική αντιπολίτευση, δυστυχώς, μπορεί ανενόχλητος να κάνει και να λέει ότι θέλει. Να βάζει κάτω τη δημοκρατία και να την πατά. Να κουρελιάζει τις Ανεξάρτητες Αρχές, την τιμή και την υπόληψη των μελών τους. Αυτό δεν είναι επίδειξη δύναμης, αλλά είναι μείγμα φόβου και αλαζονείας. Της αλαζονείας που ο ίδιος είχε ζητήσει από τους βουλευτές του να αποφύγουν να εκφράσουν στη Βουλή. Αλλά από τότε που το είπε, δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να φερθούν αλαζονικά ο ίδιος, οι υπουργοί και υφυπουργοί και οι βουλευτές του.
Ο πρωθυπουργός δεν δίστασε ακόμα να βάλει τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να απειλήσει μέλη της ΑΔΑΕ με διώξεις αν συνεχίσουν να ερευνούν την υπόθεση των υποκλοπών. Και τώρα, με την “ασφάλεια” που νοιώθει ότι του δίνει το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, αρχίζει και συμπεριφέρεται σαν ένας μικρός και αστείος δικτάτορας κουνώντας μας το δάκτυλο.
Ως Κόμμα Πειρατών Ελλάδας, ειλικρινά λυπούμαστε για την κατάντια και τον κατήφορο που έχει πάρει η Ελληνική κυβέρνηση. Οι παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων και συμμάχων δεν δικαιολογούνται από οποιοδήποτε ποσοστό, πραγματικό ή παραποιημένο και αν κερδήθηκε στις εκλογές. Είναι αδιανόητο, αντιδημοκρατικό και άδικο, η δικαιοσύνη να απονέμεται σύμφωνα με την δημοφιλία του δράστη.