Ο Julian Assange είναι Αυστραλός δημοσιογράφος και ακτιβιστής, συνιδρυτής του ιστότοπου Wikileaks, το οποίο έκανε την εμφάνισή του το 2006. Το όραμά του για το Wikileaks, ήταν να δημιουργηθεί μία πλατφόρμα τύπου “Wiki” (με τη μορφή δηλαδή του Wikipedia), η οποία θα λειτουργούσε ως ένα μέσο διαρροής πληροφοριών δημοσίου συμφέροντος, τηρώντας όλους τους κανόνες περί ανωνυμίας των χρηστών, αλλά και εγκυρότητας της πληροφορίας.
Το Wikileaks έγινε παγκοσμίως γνωστό, όταν το 2010 δημοσίευσε πρώτο, οπτικοακουστικό υλικό [1] στο οποίο παρουσιάζονται οι απάνθρωποι διάλογοι των στρατιωτών των ΗΠΑ, δευτερόλεπτα πριν και μετά την από αέρος δολοφονία 18 αμάχων πολιτών του Ιράκ, μεταξύ των οποίων βρισκόντουσαν και δύο πολεμικοί ανταποκριτές του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters. Τόσο αυτό το οπτικοακουστικό υλικό, όσο και μία σειρά απόρρητων εγγράφων του στρατού των ΗΠΑ, δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσω του Wikileaks (Iraq & Afghanistan War logs) [2], από την Chelsea Manning, η οποία εκείνη την περίοδο ήταν αναλύτρια πληροφοριών του στρατού, και δεν μπορούσε να σταθεί άπραγη, απέναντι στα αποτρόπαια εγκλήματα των ΗΠΑ, στις εμπόλεμες ζώνες (Ιράκ και Αφγανιστάν), όπως αυτά περιγράφονταν μέσα από τα πολεμικά αρχεία, στα οποία έγραφαν όλα τα μέλη του στρατού που βρίσκονταν στην περιοχή. Ακόμη, προς τα τέλη του 2010, τo Wikileaks δημοσίευσε περίπου 250.000 διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ με άλλες χώρες (γνωστά και ως “Cablegate files”) [3], μέσα από τα οποία παρουσιάζονται πράξεις κατασκοπείας των ΗΠΑ, εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και συμμαχικών τους δυνάμεων, όπως ακόμη και περιστατικά ακραίας διαφθοράς σε πληθώρα χωρών, τα οποία βοήθησαν τελικά στην πυροδότηση της Αραβικής Άνοιξης [4-5]. Τέλος, την ίδια περίοδο μέσα στο 2011, το Wikileaks διέρρευσε και μία σειρά εγγράφων σχετικά με τις φυλακές υψίστης ασφαλείας στο Guantanamo, μέσω των οποίων διαπιστώνεται η κατακρεούργηση κάθε έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και η απόκρυψη πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των κρατουμένων [6-7].
Με τη διαρροή όλων αυτών των πληροφοριών, το κυβερνητικό αφήγημα των ΗΠΑ περί αποσταθεροποίησης των Αραβικών περιοχών, αλλά και καταπολέμησης της τρομοκρατίας στις περιοχές αυτές, ξεκίνησε να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, αφού η αλήθεια είχε πλέον εκτεθεί στη διεθνή κοινότητα, και αυτό άρχισε να καθιστά τον Assange επικίνδυνο για την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Μάλιστα, σε συνέντευξή του το 2011 [8], ο Assange είχε δηλώσει:
“Ένα από τα ελπιδοφόρα πράγματα που ανακάλυψα, είναι ότι σχεδόν κάθε πόλεμος που έχει ξεκινήσει μέσα στα τελευταία 50 χρόνια, ήταν αποτέλεσμα ψευδών γεγονότων από τα μέσα ενημέρωσης. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει βασικά ότι οι πληθυσμοί δεν επιθυμούν πολέμους, και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να ξεγελαστούν στο να πολεμήσουν.”
Έτσι, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν ένα ανθρωποκυνηγητό εναντίων του, προσάπτοντας του (1) συνωμοσία για απόκτηση και αποκάλυψη πληροφοριών εθνικής άμυνας, (2) συνωμοσία για διαπράξεις εισβολών σε υπολογιστές, (3) επτά κατηγορίες απόκτησης πληροφοριών εθνικής άμυνας, και (4) εννέα κατηγορίες αποκάλυψης πληροφοριών εθνικής άμυνας, ζητώντας μάλιστα την έκδοσή του στις ΗΠΑ, για να πραγματοποιηθεί εκεί η δίκη του. Το πρώτο βήμα του ανθρωποκυνηγητού εναντίων του Assange, ήταν 2 ανυπόστατες (όπως τελικά απεδείχθη) κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση και βιασμό δύο γυναικών από τον Assange, τον Αύγουστο του 2010, στη Σουηδία [9]. Τελικά, το Νοέμβριο του 2010 η Σουηδία εξέδωσε διεθνές ένταλμα σύλληψης του Assange, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Αγγλία, με πρόσχημα όπως αναφέρει ο ίδιος, να εκδοθεί πρώτα εκεί και εν συνεχεία στις ΗΠΑ, εξαιτίας του ρόλου που είχε σχετικά με τη δημοσίευση των μυστικών αμερικανικών εγγράφων. Παρ’ όλ’ αυτά, ο ίδιος παραδόθηκε στις βρετανικές αστυνομικές δυνάμεις, το Δεκέμβρη του 2010, και στις ακροάσεις που πραγματοποιήθηκαν, αρχικά τέθηκε υπό κράτηση, αλλά έπειτα του χορηγήθηκε εγγύηση από το High Court (το ανώτατο δικαστήριο της Αγγλίας, για θέματα που εμπίπτουν στην πολιτική νομοθεσία), και αφέθηκε ελεύθερος, αφού οι υποστηρικτές του πλήρωσαν 240.000£ σε μετρητά και εγγυήσεις. Τον Φεβρουάριο του 2011, πραγματοποιήθηκε μία ακόμη ακρόαση, μέσω της οποίας τελικά αποφασίστηκε ότι ο Assange έπρεπε να εκδοθεί στη Σουηδία. Αυτή η απόφαση έγινε δεκτή από το High Court στις 2 Νοεμβρίου του 2011 και από το Supreme Court (τον αντίστοιχο Άρειο Πάγο της Αγγλίας) στις 30 Μαΐου του 2012. Έτσι, καθώς ο Assange πλέον γνώριζε πως η έκδοσή του στη Σουηδία και εν συνεχεία στις ΗΠΑ ήταν αναπόφευκτη, ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, το οποίο έγινε δεκτό από τον πρόεδρο του Ισημερινού Rafael Correa [10] και έτσι, τον Ιούνιο του 2012, βρέθηκε εγκλωβισμένος στο κτίριο της πρεσβείας. Από εκεί, συνέχισε να δραστηριοποιείται επί σειρά ετών [11]:
Το Wikileaks έγινε παγκοσμίως γνωστό, όταν το 2010 δημοσίευσε πρώτο, οπτικοακουστικό υλικό [1] στο οποίο παρουσιάζονται οι απάνθρωποι διάλογοι των στρατιωτών των ΗΠΑ, δευτερόλεπτα πριν και μετά την από αέρος δολοφονία 18 αμάχων πολιτών του Ιράκ, μεταξύ των οποίων βρισκόντουσαν και δύο πολεμικοί ανταποκριτές του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters. Τόσο αυτό το οπτικοακουστικό υλικό, όσο και μία σειρά απόρρητων εγγράφων του στρατού των ΗΠΑ, δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσω του Wikileaks (Iraq & Afghanistan War logs) [2], από την Chelsea Manning, η οποία εκείνη την περίοδο ήταν αναλύτρια πληροφοριών του στρατού, και δεν μπορούσε να σταθεί άπραγη, απέναντι στα αποτρόπαια εγκλήματα των ΗΠΑ, στις εμπόλεμες ζώνες (Ιράκ και Αφγανιστάν), όπως αυτά περιγράφονταν μέσα από τα πολεμικά αρχεία, στα οποία έγραφαν όλα τα μέλη του στρατού που βρίσκονταν στην περιοχή. Ακόμη, προς τα τέλη του 2010, τo Wikileaks δημοσίευσε περίπου 250.000 διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ με άλλες χώρες (γνωστά και ως “Cablegate files”) [3], μέσα από τα οποία παρουσιάζονται πράξεις κατασκοπείας των ΗΠΑ, εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και συμμαχικών τους δυνάμεων, όπως ακόμη και περιστατικά ακραίας διαφθοράς σε πληθώρα χωρών, τα οποία βοήθησαν τελικά στην πυροδότηση της Αραβικής Άνοιξης [4-5]. Τέλος, την ίδια περίοδο μέσα στο 2011, το Wikileaks διέρρευσε και μία σειρά εγγράφων σχετικά με τις φυλακές υψίστης ασφαλείας στο Guantanamo, μέσω των οποίων διαπιστώνεται η κατακρεούργηση κάθε έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και η απόκρυψη πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των κρατουμένων [6-7].
Με τη διαρροή όλων αυτών των πληροφοριών, το κυβερνητικό αφήγημα των ΗΠΑ περί αποσταθεροποίησης των Αραβικών περιοχών, αλλά και καταπολέμησης της τρομοκρατίας στις περιοχές αυτές, ξεκίνησε να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, αφού η αλήθεια είχε πλέον εκτεθεί στη διεθνή κοινότητα, και αυτό άρχισε να καθιστά τον Assange επικίνδυνο για την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Μάλιστα, σε συνέντευξή του το 2011 [8], ο Assange είχε δηλώσει:
“Ένα από τα ελπιδοφόρα πράγματα που ανακάλυψα, είναι ότι σχεδόν κάθε πόλεμος που έχει ξεκινήσει μέσα στα τελευταία 50 χρόνια, ήταν αποτέλεσμα ψευδών γεγονότων από τα μέσα ενημέρωσης. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει βασικά ότι οι πληθυσμοί δεν επιθυμούν πολέμους, και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να ξεγελαστούν στο να πολεμήσουν.”
Έτσι, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν ένα ανθρωποκυνηγητό εναντίων του, προσάπτοντας του (1) συνωμοσία για απόκτηση και αποκάλυψη πληροφοριών εθνικής άμυνας, (2) συνωμοσία για διαπράξεις εισβολών σε υπολογιστές, (3) επτά κατηγορίες απόκτησης πληροφοριών εθνικής άμυνας, και (4) εννέα κατηγορίες αποκάλυψης πληροφοριών εθνικής άμυνας, ζητώντας μάλιστα την έκδοσή του στις ΗΠΑ, για να πραγματοποιηθεί εκεί η δίκη του. Το πρώτο βήμα του ανθρωποκυνηγητού εναντίων του Assange, ήταν 2 ανυπόστατες (όπως τελικά απεδείχθη) κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση και βιασμό δύο γυναικών από τον Assange, τον Αύγουστο του 2010, στη Σουηδία [9]. Τελικά, το Νοέμβριο του 2010 η Σουηδία εξέδωσε διεθνές ένταλμα σύλληψης του Assange, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Αγγλία, με πρόσχημα όπως αναφέρει ο ίδιος, να εκδοθεί πρώτα εκεί και εν συνεχεία στις ΗΠΑ, εξαιτίας του ρόλου που είχε σχετικά με τη δημοσίευση των μυστικών αμερικανικών εγγράφων. Παρ’ όλ’ αυτά, ο ίδιος παραδόθηκε στις βρετανικές αστυνομικές δυνάμεις, το Δεκέμβρη του 2010, και στις ακροάσεις που πραγματοποιήθηκαν, αρχικά τέθηκε υπό κράτηση, αλλά έπειτα του χορηγήθηκε εγγύηση από το High Court (το ανώτατο δικαστήριο της Αγγλίας, για θέματα που εμπίπτουν στην πολιτική νομοθεσία), και αφέθηκε ελεύθερος, αφού οι υποστηρικτές του πλήρωσαν 240.000£ σε μετρητά και εγγυήσεις. Τον Φεβρουάριο του 2011, πραγματοποιήθηκε μία ακόμη ακρόαση, μέσω της οποίας τελικά αποφασίστηκε ότι ο Assange έπρεπε να εκδοθεί στη Σουηδία. Αυτή η απόφαση έγινε δεκτή από το High Court στις 2 Νοεμβρίου του 2011 και από το Supreme Court (τον αντίστοιχο Άρειο Πάγο της Αγγλίας) στις 30 Μαΐου του 2012. Έτσι, καθώς ο Assange πλέον γνώριζε πως η έκδοσή του στη Σουηδία και εν συνεχεία στις ΗΠΑ ήταν αναπόφευκτη, ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, το οποίο έγινε δεκτό από τον πρόεδρο του Ισημερινού Rafael Correa [10] και έτσι, τον Ιούνιο του 2012, βρέθηκε εγκλωβισμένος στο κτίριο της πρεσβείας. Από εκεί, συνέχισε να δραστηριοποιείται επί σειρά ετών [11]: