Το ερώτημα γιατί οι Αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, όπως η NSA (National Security Agency), το FBI καθώς και ανάλογες υπηρεσίες από άλλες χώρες όπως η Αγγλία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία (που αποτελούν τα συμβαλλόμενα μέρη της πολυμερούς διεθνούς συμφωνίας ανταλλαγής πληροφοριών “Πέντε Μάτια”, “Five Eyes” στα αγγλικά) δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους και άλλους στόχους στις ΗΠΑ το Σεπτέμβριο του 2001, δεν έχει ακόμα απαντηθεί.
Παρά το γεγονός ότι αυτές οι υπηρεσίες επαίρονταν για την τεχνογνωσία, τα μέσα και το κατασκοπευτικό δίκτυο που είχαν στη διάθεση τους, με ιστορία μεγαλύτερη από ένα αιώνα, απέτυχαν να εντοπίσουν και να αποτρέψουν τους ανθρώπους που οργάνωσαν τις επιθέσεις που συγκλόνισαν τον κόσμο. 
Μακριά από τις οποιεσδήποτε απαντήσεις, είτε βάσιμες και αληθινές είτε συνωμοσιολογικές, η αφετηρία της αστυνομικού τύπου παρακολούθησης των χρηστών του διαδικτύου παγκοσμίως, με παράλληλη παραβίαση και καταπάτηση των ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, ακόμα κι αυτού του τεκμηρίου της αθωότητας, μπορεί να οριστεί επακριβώς, γράφει ο Λουκ Χάρντινγκ, στο βιβλίο του “Φάκελος Σνόουντεν”: Ξεκίνησε την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και έβαλε τα θεμέλια για το “κράτος της επιτήρησης” (“state of surveillance” ή “surveillance state”) με τη συνδρομή ιδιωτικών εταιριών που είναι πρόθυμες να διοχετεύσουν τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών τους.
Ο Έντουαρντ Σνόουντεν αποκάλυψε (μεταξύ άλλων) ότι λίγα 24ωρα μετά από την πτώση των Δίδυμων Πύργων η NSA ξεκίνησε την επιχείρηση “Mission Creep“, που εφαρμοζόταν αποκλειστικά σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτής της επιχείρησης δημιουργούνται κέντρα διαχείρισης που διευκολύνουν τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ διαφόρων επιπέδων κυβερνητικών και ιδιωτικών φορέων που συνδέονται με τις υποδομές ζωτικής σημασίας της Αμερικής. Η επιχείρηση αυτή έχει επικριθεί για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με άλλα εγκλήματα, εκτός της τρομοκρατίας, ότι ενδεχομένως παραβιάζουν τα πολιτικά δικαιώματα των Αμερικανών πολιτών.
Η “Mission Creep” σκόνταφτε στους περιορισμούς περί ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων του FISA (Foreign Intellingence Surveillance Act, του 1978) καθώς χρειαζόταν εισαγγελική εντολή για κάποια ενέργεια, ενώ ο εντοπισμός της αλυσίδας επαφών των ατόμων προϋπέθετε τη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών με ιδιωτικές εταιρίας τηλεπικοινωνιών. Έτσι έπρεπε πάση θυσία να δοθεί άδεια στη NSA για την επέκταση των αρμοδιοτήτων της. 

Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις που έκανε αργότερα (το 2013) ο Σνόουντεν (αλλά και το 2004 ο Thomas Tamm στους The New York Times), ο τότε πρόεδρος Μπους υπέγραψε μυστικά ένα νέο πρόγραμμα με την κωδική ονομασία “Stellar Wind” που έδινε τη δυνατότητα στη NSA να υπερβαίνει τα παραδοσιακά όρια της και μάλιστα χωρίς εισαγγελικό ένταλμα. Συγκεκριμένα η NSA μπορούσε να έχει πρόσβαση σε μια τεράστια βάση δεδομένων, όπως στις τηλεφωνικές επικοινωνίες, τα τηλεφωνικά μεταδεδομένα, τις διαδικτυακές επικοινωνίες και μεταδεδομένα, όπως email, διαδικτυακές αναζητήσεις, κλπ.
Το πρόγραμμα αυτό δημιούργησε εσωτερικές διαμάχες στο υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σχετικά με τη νομιμότητα του, επειδή συλλέγονταν αδικαιολόγητα δεδομένα για μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπους, περιπτώσεις του “Stellar Wind”, φαινομενικά ύποπτες υποθέσεις… αποδείχθηκαν παραγγελίες διανομής φαγητού! Σύμφωνα με τον τότε διευθυντή του FBI, Robert Mueller, περίπου το 99% των περιπτώσεων δεν οδήγησε πουθενά.
Παρόλα αυτά, το συγκεκριμένο πρόγραμμα θα ήταν ο προπομπός για το περίφημο πρόγραμμα PRISM, από τις βασικές αποκαλύψεις του Σνόουντεν: με τη συνδρομή ιδιωτικών εταιριών τηλεπικοινωνιών, η NSA μπορούσε να παρακολουθήσει οποιονδήποτε, σε οποιοδήποτε σημείο κι αν βρισκόταν στον κόσμο, ανά πάσα στιγμή.
Τελικά το Κογκρέσο στις αρχές Οκτωβρίου 2001 περνά με συντριπτική πλειοψηφία τον Πατριωτικό Νόμο (Patriot Act) που παρείχε τη δυνατότητα στους ομοσπονδιακούς πράκτορες να διενεργούν εκτεταμένες έρευνες σε περιπτώσεις τρομοκρατίας ακόμα και χωρίς δικαστική απόφαση. Σύμφωνα με τη διάταξη 215 του νόμου, περί “παροχής εταιρικών αρχείων”, δινόταν στην κυβέρνηση το δικαίωμα να υποχρεώσει και ιδιωτικές εταιρίες να παραδίδουν στοιχεία σχετικά με έρευνες περί τρομοκρατίας. Η διάταξη αυτή δημιούργησε αναταραχή στις οργανώσεις των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών (όπως η ACLU, EFF, κλπ.), αλλά μπροστά στο σοκ που είχε υποστεί η Αμερική από τις επιθέσεις οι φωνές αυτές δεν ακούστηκαν όσο έπρεπε και πνίγηκαν στο γενικό πανικό που είχε τεχνηέντως δημιουργηθεί. 
Πάντως, τα Ομοσπονδιακά δικαστήρια των ΗΠΑ έχουν αποφανθεί ότι ορισμένες διατάξεις του νόμου αυτού είναι αντισυνταγματικές.
Αργότερα (2008) στον FISA θα γίνονταν τροποποιήσεις (FISA Amendments Act – FAA) που θα άνοιγαν το δρόμο για τις μαζικές παρακολουθήσεις των επικοινωνιών των Αμερικανών πολιτών (και όχι μόνο), με βασικότερες την “εύλογη υποψία” για την παγίδευση οποιασδήποτε επικοινωνίας αλλά και την παροχή νομικής ασυλίας (με αναδρομική και μελλοντική ισχύ) σε οποιαδήποτε εταιρία τηλεπικοινωνιών συμμετείχε σε αυτές τις παρακολουθήσεις. Αυτός ο τροποποιημένος νόμος χρησιμοποιήθηκε ως νομική βάση για τα “προγράμματα επιτήρησης” συμπεριλαμβανομένου και του PRISM. 

ΠΗΓΕΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Φάκελος Σνόουντεν, η ιστορία του Νο 1 καταζητούμενου ανθρώπου στον κόσμο”- Λουκ Χάρντινγκ, (εκδόσεις Καστανιώτη)
Το “PRISM” αποκαλύφθηκε δημοσίως από τον Έντουαρντ Σνόουντεν, με διαβαθμισμένα έγγραφα της NSA σχετικά με το πρόγραμμα σε δημοσιογράφους του “The Washington Post” και του “The Guardian”. Τα διαρρεύσαντα έγγραφα περιελάμβαναν 41 διαφάνειες PowerPoint. Αρκετές γνωστές εταιρείες – γίγαντες της τεχνολογίας φέρονται ως συμμετέχοντες στο πρόγραμμα PRISM, συμπεριλαμβανομένης της Microsoft το 2007, του Yahoo! το 2008, του Google το 2009, του Facebook το 2009, του Paltalk το 2009, του YouTube το 2010, της AOL το 2011, του Skype το 2011 και της Apple το 2012.  Η “Washington Post” ανέφερε ότι “το 98% της παραγωγής του PRISM βασίζεται στις εταιρίες Yahoo, Google και Microsoft”. Η παρουσίαση των διαφανειών ανέφερε ότι πολλές από τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες στον κόσμο περνούν μέσω των Η.Π.Α., επειδή τα δεδομένα ηλεκτρονικών επικοινωνιών τείνουν να ακολουθούν την λιγότερο δαπανηρή διαδρομή παρά την πιο φυσικά άμεση διαδρομή και το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας υποδομής διαδικτύου βασίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η παρουσίαση σημείωσε ότι έτσι παρέχονται στους αναλυτές πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών ευκαιρίες να παρακολουθούν τις επικοινωνίες ξένων στόχων καθώς τα ηλεκτρονικά τους δεδομένα που περνούν μέσα ή μέσω των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι μεταγενέστερες αποκαλύψεις του Snowden περιελάμβαναν δηλώσεις ότι κυβερνητικές υπηρεσίες, όπως η GCHQ του Ηνωμένου Βασιλείου, ανέλαβαν επίσης μαζική παρακολούθηση και παρακολούθηση των δεδομένων διαδικτύου και επικοινωνιών.
Η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ είναι μια κρατική κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, ειδικότερα αρμόδια για την ασφάλεια των επικοινωνιών. Η ίδρυση της υπηρεσίας ανάγεται στο 1952. Η NSA χρησιμοποιεί σήμερα τεχνολογίες που δεν υπάρχουν στο εμπόριο και δεν προβλέπεται να φθάσουν στο στάδιο της εμπορίας πριν περάσουν αρκετά ακόμη χρόνια: Αναπτύσσει νανοτεχνολογία, κβαντικούς υπολογιστές, τεχνολογίες επικοινωνιών, αλλά βασικός τομέας στην έρευνά της παραμένουν τα συστήματα ασφάλειας διακίνησης των πάσης φύσεως “λεπτών” δεδομένων, από απλές τηλεφωνικές συνομιλίες μέχρι ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ υπολογιστών. Συνεργάζεται, επίσης, με τις αντίστοιχες βιομηχανίες των Η.Π.Α., θεωρώντας τις, όχι άδικα, πολύτιμους συμμάχους για την επίτευξη των στόχων της. “Σύνθημα” της υπηρεσίας αυτής είναι το ρητό “Η γνώση είναι δύναμη”.
Το “Αρχηγείο Κυβερνητικών Επικοινωνιών” της Αγγλίας (GCHQ) ιδρύθηκε το 1919. Σύμφωνα με τον Σνόουντεν, “είναι χειρότερη από τη NSA. Η αδιακρισία της είναι ακόμα μεγαλύτερη”.
Σημαντικός τομέας των NSA και GCHQ είναι αυτός της επεξεργασίας σημάτων. Φέρει το όνομα SIGINT (SIGnals INTelligence) και αφορά στη συλλογή και ανάλυση των πάσης φύσεως σημάτων επικοινωνίας ξένων δυνάμεων, προσώπων ή οργανώσεων, με τη χρήση τελευταίας τεχνολογίας και ειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού. 
Τα “Πέντε Μάτια“, συχνά συντομογραφούμενα ως FVEY, είναι μια αγγλοφωνική συμμαχία πληροφοριών που περιλαμβάνει την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι χώρες είναι συμβαλλόμενα μέρη της πολυμερούς συμφωνίας UKUSA, μιας συνθήκης για κοινή συνεργασία στον τομέα των σημάτων πληροφοριών. Οι καταβολές των FVEY μπορούν να αναχθούν στην περίοδο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το σύστημα επιτήρησης ECHELON αναπτύχθηκε αρχικά από την FVEY για να παρακολουθεί τις επικοινωνίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και του Ανατολικού Συνασπισμού, αν και χρησιμοποιείται πλέον για την παρακολούθηση δισεκατομμυρίων ιδιωτικών επικοινωνιών παγκοσμίως. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η ύπαρξη του ECHELON αποκαλύφθηκε στο κοινό, προκαλώντας μια σημαντική συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Σνόουντεν χαρακτήρισε τα “Πέντε Μάτια” ως “υπερεθνικό οργανισμό πληροφοριών που δεν απαντά στους γνωστούς νόμους των δικών τους χωρών” .
Mission Creep: Πρόγραμμα παρακολούθησης στρατιωτικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιήθηκε αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001
Stellar Wind: Πρόγραμμα για παρακολουθήσεις χωρίς εισαγγελικό ένταλμα που εγκρίθηκε από τον πρόεδρο Μπους, μετά την 11η Σεπτεμβρίου. 
   
Ο νόμος PATRIOT που ψηφίστηκε ταχέως από το Κογκρέσο για την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας, σε απάντηση στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
FISA (“Foreign Intellingence Surveillance Act”): Νόμος του 1978 που θεσπίζει διαδικασίες για τη φυσική και ηλεκτρονική παρακολούθηση και συλλογή πληροφοριών μεταξύ “ξένων δυνάμεων και παραγόντων ξένων δυνάμεων που είναι ύποπτοι για κατασκοπεία ή τρομοκρατία”.
Ο τροποποιημένος νόμος FISA, FAA (FISA Amendments Act – FAA) που θα άνοιγε το δρόμο για τις μαζικές παρακολουθήσεις των επικοινωνιών των Αμερικανών πολιτών (και όχι μόνο) με ή χωρίς εισαγγελικό ένταλμα.
Όλες οι τρέχουσες ειδησεογραφικές αναφορές και αποκαλύψεις στα διεθνή μέσα ενημέρωσης για τις επιχειρησιακές λεπτομέρειες και τα προγράμματα παρακολούθησης με την παγκόσμια εποπτεία των ξένων υπηκόων και των κατοίκων των ΗΠΑ σχετικά με την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών (NSA), από το 2013 ως σήμερα.
Το Electronic Frontier Foundation (EFF) είναι μια διεθνής μη κερδοσκοπική οργάνωση υπέρ των ψηφιακών δικαιωμάτων με έδρα το Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια. Δημιουργήθηκε τον Ιούλιο του 1990 από τους John Gilmore, John Perry Barlow και Mitch Kapor για την προώθηση των πολιτικών ελευθεριών στο Διαδίκτυο.
Εικόνα άρθρου: από Commons Wikimedia. Διαφάνεια από το πρόγραμμα PRISM, στην οποία φαίνεται ποιες εταιρείες και ποια χρονολογία συμμετείχαν σε αυτό:  Microsoft (2007), Yahoo! (2008),  Google (2009), Facebook (2009), Paltalk (2009), YouTube (2010), AOL  (2011), Skype (2011), Apple (2012).